ἀτράνταχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτράνταχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτράνταχτος ἐπίθ. κοιν. ἀτράdαχτος πολλαχ. ἀdράdαχτος Νάξ. (Δαμαρ.) ἀτράνταχτους βόρ. ἰδιώμ. ἀτράdαχτους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀτράνταγος σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. τρανταχτός.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Ἀδιάσειστος, ἀκλόνητος κοιν.: Ἀτράνταχτο γεφύρι - θεμέλιˬο – κάστρο – σπίτι - χτήριο κττ. 2) Ὁ μὴ μετακινούμενος, ἀκίνητος πολλαχ. : Πέτρα ἀτράνταχτη. Βαρέλλι ἀτράνταχτο. Β) Μεταφ. 1) Ὁ οὐχὶ εὐμετάβλητος, σταθερὸς πολλαχ: Ἀτράνταχτος ἄνθρωπος. Ἀτράνταχτη γνώμη-πεποίθησι - φιλία κττ. πολλαχ. β) Ἀμετάπειστος Μακεδ. 2) Πλούσιος Μακεδ. Πελοπν. (Κλουτσινοχ.): Νοικοτσύρις ἀτράνταγος Κλουτσινοχ. Νοικοκυραῖοι ἀτράνταχτοι Πελοπν. Ἀτράνταχτου σπίτ’ (οἰκογένεια πολὺ εὔπορος) Μακεδ. β) Μέγας, ἀνεξάντλητος, ἐπὶ περιουσίας σύνηθ. Ἀτράνταχτη περιουσία-προῖκα κττ. Ἀτράνταχτο βιˬὸς σύνηθ. Συνών. ἀμέτρητος 1 β, ἄπειρος (ΙΙ). 3) Βαρύτιμος Κύθν. Πάρ.: Φορεῖ φόρεμα ἀτράνταχτο Κὐθν. Τὸ φόρεμά της εἶναι ἀτράνταχτο Πάρ. 4) Ζωηρὸς σύνηθ.: Φρ. Γλέντι ἀτράνταχτο. Συνών. φρ. γλέντι τρικούβερτο. 5) Δυνατός. σφοδρὸς πολλαχ.: Καβγᾶς ἀτράνταχτος. Θὰ ἔτρωγες ἀτράνταχτο ξύλο ΓΣουρῆ Ρωμ. ἀριθμ. 61.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA