ἀτραττάριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτραττάριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτραττάριστος ἐπίθ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *τρατταριστὸς < τραττάρω.
Σημασιολογία
1) Ἐκεῖνος εἰς τὸν ὁποῖον δὲν προσεφέρθη γλύκυσμα ἢ ποτόν, ἐπὶ ἐπισκέπτου : Κάθεται τόση ὥρα ὅ ἐπισκέπτης ἀτραττάριστος. Ἔφυγε ἀτραττάριστος. Συνών. ἀκαλετζάριστος. β) Ὁ μὴ παραγγέλλων νὰ τοῦ φέρουν γλύκυσμα ἢ ποτόν : Κάθεται ὧρες ‘ς τὸ καφενεῖο ἀτραττάριστος. 2) Ὁ μὴ προσφερθείς, ἐπὶ γλυκύσματος, ποτοῦ κττ.: Γλυκὸ - ποτό ἀτραττάριστο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA