ἀτριβώλιστα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτριβώλιστα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀτριβώλιστα ἐπίρρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοὔ ἐπίθ. ἀτριβώλιστος.
Σημασιολογία
Χωρίς τριβώλισμα. χωρὶς τρίτον ὄργωμα τοῦ ἀγροῦ: Ἀτριβώλιστα 'χ’ ἀκόμα Ἀπύρανθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA