ἀτρίγυρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτρίγυρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτρίγυρος ἐπίθ. Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ - καὶ τοῦ ρ. τριγυρῶ, δι᾽ὃ ἰδ. τριγυρίζω.
Σημασιολογία
Ἀτριγύριστος 1, ὃ ἰδ.: Ἀτρίγυρος λόγγος. Ἀτρίγυρο βουνὸ - νησί.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA