ἀτρικύμιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτρικύμιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀτρικύμιστος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. ἀτρικύμητος Πβλαστοῦ Κριτικ. ταξίδ. 119.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *τρικυμιστὸς < τρικυμίζω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ σαλευόμενος ὑπὸ τρικυμίας, γαλήνιος λόγ. σύνηθ.: Ἀτρικὑμιστη θάλασσα. Ἀτρικὑμιστο πἑλαγο. Ἀτρικύμιστη ψυχὴ σύνηθ. || Ποίημ. Τὴ νύχτ’ ἀκούει ὅλα τ’ ἀνάκουστα ‘ς τὸν ἀμιστον ἀέρα ΓΔροσίν ἐν Ἀνθολ. ΗἈποστολίδ. 83. 2) Μεταφ. ἥσυχος, ἀπερίσπαστος σύνηθ.: Ἀτρικύμιστη ζωή.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/