ἀτρόχιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτρόχιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτρόχιστος ἐπίθ. κοιν. ἀτρό’στους βόρ. ἰδιώμ. ἀτρόχιστες Σπῦρ. ἀτρούχιστος Λεξ. ΜἘγκυκλ. Πρω. ἀτρού’στους Σάμ. ἀτρόχητος Λεξ. Μπριγκ. ἀτρούχητος Ἤπ. Πελοπν. (Τριφυλ) ἀτρούητους Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀτρό’γους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀτρούχιγους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ.* τροχιστὸς < τροχίζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἀκονισθεὶς εἰς τὸν τροχὸν κοιν.: Ἀτρόχιστο μαχαίρι-τσεκούρι-ψαλίδι κττ. κοιν. 2) Μεταφ. ὁ μὴ ἀσκηθεὶς σύνηθ.: Ἀτρόχιστος νοῦς. Ἀτρόχιστη γλῶσσα. Ἀτρόχιστο μυαλό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA