ἀτρύπητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτρύπητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτρύπητος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. κ.ἀ.) ἀτρύπ᾽τους βόρ. ἰδιώμ. ἀτρύπετος Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.) ἀτρούπητος Πελοπν. (Μάν. κ.ἀ.) ἀτρούπιγος Πελοπν. (Κορινθ. Φεν.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀτρύπητος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ τρυπηθείς. ὁ μὴ ἔχων τρῦπαν κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) : Ἀτρύπητο μαργαριτάρι - φλουρὶ κττ. Τ᾽ ἀφτιˬά της εἷναι ἀτρύπητα καὶ δὲν μπορεῖ νὰ φορῇ σκουλαρίκιˬα. Ἀτρύπητο πανταλόνι - παπούτσι - ροῦχο - σακκί - χαλὶ κττ. κοιν. 2) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ τρυπηθῇ σύνηθ. : Σίδερο - τσιμέντο ἀτρύπητο. 3) Ὁ μὴ πληγωθεὶς δι᾽ ὀξέος ὀργάνου, ἄτρωτος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.) 4) Ἡ μὴ διακορευθεῖσα, ἐπὶ παρθένου σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ.): Ἡ νύφη δὲ βρέθηκε ἀτρύπητη σύνηθ. Τὸ κορίτζ’ ἀτρύπετον ἔν᾿ Τραπ. 5) Μεταφ. ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου δὲν ἐτρυπήθη τὸ μυαλό, ἤτοι δὲν ἐδιδάχθη ἀπὸ τὴν ζωήν, ἄπειρος τῆς ζωῆς Πόντ. (Κερασ.): Ἀτρύπετος ἔρθεν κ’ ἐπέρασεν. Συνών. ἄτριφτος 1 ς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA