ἀτσαλεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτσαλεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀτσαλεˬὰ ἡ, Ζάκ. Κεφαλλ. Σίφν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀτσάλι καὶ τῆς καταλ. –εˬά.
Σημασιολογία
Τὸ κτύπημα τῆς σφύρας τοῦ πυροβόλου ὅπλου πρὸς ἐκπυρσοκρότησιν ἔνθ’ ἀν.: Ὁ Βλάχος τοῦ τραύιξε μιˬὰν ἀτσαλεˬὰ καὶ τὴν πρώτη φορὰ δὲν ἔπιˬασε... τοῦ ἐματατραύιξε καὶ τότε ἡ τουφεκεˬὰ ἐβάρησε εἰς τὰ πόδιˬα του (ἐκ διηγ.) Κεφαλλ. Συνών. τουφεκεˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA