ἀτσαλὶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτσαλὶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀτσαλὶ τό, Κέρκ. Παξ. - ΠηλΠαπαγεωργ. Ἑλλην. Σιτηρογρ. 123.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀτσάλι. Παρὰ Δουκ. τύπ. ἀτζαλὶν (λ. άτζάλιν).

Σημασιολογία

1) Ἡ σφῦρα τοῦ παλαιοῦ πυροβόλου ὅπλου Κέρκ. Παξ. Συνών. ἀτσάλι 2α. 2) Ποικιλία σίτου ΠηλΠαπαγεωργ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/