ἀτσαλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτσαλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀτσαλίζω Ζάκ. ἀτσαρίττζω Καλαβρ. (Μπόβ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀτσάλι.
Σημασιολογία
1) Στομώνω τὸν σίδηρον Καλαβρ. (Μπόβ.) Συνών. ἀτσαλώνω (Ι) 1. 2) Πιέζων τὴν σκανδάλην κάμνω νὰ πέσῃ ἡ σφῦρα τοῦ ὅπλου χωρὶς τοῦτο νὰ ἐκπυρσοκροτήσῃ. παράγω διὰ τῆς σφύρας σπινθῆρα μόνον Ζάκ. 3) Ἀπροςσ. ἀστράπτει μακρὰν (χωρὶς νὰ ἀκούεται βροντὴ) Ζάκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA