ἀτσαλόγλωσσος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτσαλόγλωσσος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτσαλόγλωσσος ἐπίθ. Εὔβ. (Κάρυστ.) Ζακ. Θήρ. Ἰκαρ. Κρήτ. (Ἔμπαρ. Σφακ. κ.ἀ.) Κύθηρ. Κύπρ. Μῆλ. Πελοπν. (Κορινθ. Μάν.) Σιφν. Χίος κ.ἀ. ἀτσαλόγλουσσους Λέσβ. Σάμ. ἀτσαλ-λόγλωσ-σος Κύπρ. ἀτσαλ-λdόγλωσ-σος Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄτσαλος καὶ τοῦ οὐσ. γλῶσσα.
Σημασιολογία
1) Ὁ κακὴν γλῶσσαν ἔχων, ὁ μὴ προσέχων εἰς τοὺς λόγους του, αὐθάδης ἔνθ᾿ ἀν.: Πᾶψε, ἀτσαλόγλωσσε, ἕνα λόγο λέω ᾿γὼ καὶ δέκα σύ! Πελοπν. (Κορινθ.) 2) Ἀτσαλιˬάρις, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Εἶναι ἕνας ἀτσαλόγλωσσος ἀποὺ, δέ μου, φύλαγε! Κρήτ. Εὐτὸς εἶναι φιλότιμος ἄνθρωπος, ἀλλὰ τί νὰ βγάλῃς ποῦ εἶναι ἀτσαλόγλωσσος; Νάξ. (Γαλανᾶδ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA