ἀτσαλόδετος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτσαλόδετος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀτσαλόδετος ἐπίθ. Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀτσάλι καὶ τοῦ ρ. δένω.

Σημασιολογία

Μεταφ. ἰσχυρός. δυνατός. Συνών. ἀτσαλόκορμος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/