ἄτσαλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄτσαλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄτσαλος ἐπίθ. ἄσαλος Μύκ. ἄσ-σαλος Λεξ. Πρω. ἄσ-σαλ-λος Κάρπ. ἄτσαλος κοιν. καὶ Καππ. Σινασσ. Κ.ἀ.) Πόντ. (Κοτύωρ. Οἰν. Σινώπ. Τραπ. Χαλδ.) ἄταλος Μέγαρ. ἄτσαλους βόρ. ἰδιωμ. ἄτσαλες Σκῦρ . ἄτσελος Θήρ. ἄτσαλ-λος Κύπρ. Μεγιστ. Μῆλ. Σύμ. κ.ἀ. ἄτσαλλᾶος Ρόδ. ἄτσελος Χίος ἄρτσαλος Πόντ (Κερασ. Ὄφ.) ἀνάτσαλους Λέσβ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἄτσαλος. Ἡ ἐτυμολογία τῆς λ. ἀκαθόριστος. Ὁ Κορ. ἐν ‘Ατ. 1,381 ἀνάγει εἰς τὸ τοῦ Ἡσυχίου Π «ἄσκαλα· ἀκάθαρτα» ἢ «ἀττάλη· φάρυξις ὑπὸ Φρυγῶν», ὁ Δμαυροφρ. Δοκιμ. 58 εἰς τὸ ἄκαλος, ὁΜΦιλήντ. Γλωσσογν 2,196 εἰς τὸ ἀτάσθαλος, ὁ δὲ GMeyer ἐν Indogerm.Forsch. 6,107 εἰς τὸ ᾽Ιταλ. azzele. Ἡ λ. ἴσως παρήχὓη ἐκ τοῦ ἐπιθ. σαλὸς - ἄσαλος, καθὼς καὶ μωρὸς - ἄμωρος, χλομὸς-ἄχλομος κττ., περὶὧν ἰδ. ΣΨάλτην ἐν Ἀθηνᾷ 28 (1916) Λεξικογρ. Ἀρχ. 54 τραπέντος τοῦ σ εἰς τσ καθὼς καὶ γλῶσσα-γλῶτσα, πρόσωπο-πρότσωπο κττ. Ὁ τύπ. Καρπ ἄσ-σαλ-λος ἴσως ἐμφανίζει τὸν ἀρχικὸν τύπον, διότι αὐτόὓι δὲν φαίνεται τρεπὀμενον τὸ τσ εἰς σ ὥς ἀλλαχοῦ. Διὰ τὸν τύπ.ἄρτσαλος ἰδ. DOeconomides Lautl. 117 καὶ ΦΚουκουλ. ἐν Ἀθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. Ἀρχ. 83 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἀποδοχῆς ἄξιος, κακός, ἀντίθ. τοῦ καλὸς Θρᾴκ. (Μυριόφ. Περίστασ. Σαρεκκλ. κ.ἀ.) Προπ (Ἀρτάκ.): Δὲν ἀγαπῶ τὰ ἄτσαλα παιδιˬὰ Σαρεκκλ. ’Πὲ τὸν ἄτσαλο τὸν ἄνθρωπο νὰ φοβᾶσαι αὐτόὓ. Καλὰ ἄτσαλα, τά ’παμαν (εἴτε καλὰ εἴτε κακὰ εἶναι τὰ ἔκαμαν) Περίστας. Ἔπαιρνα πέντεδέκα γρόσιˬα, ἄτσαλα ἤτανε; Μυριόφ. 2) Ἀνεπιτήδειος ἀνίκανος Κρήτ. (Σητ.): Ἄτσαλος εἶναι γιˬὰ τέτο͜ιες δουλε͜ιές. Ἄτσαλη ἐπόμεινε ’ς τσοὶ δουλε͜ιὲς τοῦ σπιτιˬοῦ. Συνών. ἀδέξιˬος 2. 3) Ἄκοσμος εἰς τὴν ἐμφάνισιν καὶ τὰ ἔργα, ἀπειρόκαλος κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): Ἄτσαλος καὶ κακοκαμωμένος. Εἶναι ἄτσαλος ’ς τὰ λόγια του- ’ς τὸ περπάτημά του - ᾿ς τὸ φέρσιμό του κοιν. Βαρέα ἄρτσαλος εἶσαι Ὄφ. || Φρ. Ἄτσαλε καὶ π᾽ράτσαλε καὶ γουρ’νοπαιδεμένε (ἐπὶ ἀνθρώπου ὅλως ἀγροίκου) Βιθυν. Συνών. ἄνταφλος 1, ἄπραχτος 3ε. β) Ὁ ἀπροσέκτως καὶ ἀτάκτως γινόμενος κοιν.: Ἄτσαλη δουλε͜ιὰ κοιν. Ἄτσαλη περπατησιˬὰ Κορινθ. γ) Ἄτακτος εἰς τὸ βάδισμα Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ.) : Ἄτσαλο μουλάρι Κορινθ. δ) Ἄτακτος, Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Οἰν.) κ.ἀ.: Ἄτσαλον μωρὸν Οἰν. ε) Ἄστατος, εὐμετάβλητος Θρᾴκ. (Μέτρ.) 4) Ρυπαρός, ἀκάθαρτος Ἰκαρ. Κρήτ. κ.ἀ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Ε 236 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «ἀσούσσουμη κι ἀνέγνωρη, ἄτσαλη, βρομισμένη». Συνών. ἰδ. ἐν ἀτσαλιάρικος 1 5) Αἰσχρολόγος σύνηθ. καὶ Καππ.: Ἄτσαλος ἄνθρωπος, ὅ,τι φτάσῃ λέει. Ἄτσαλη γλῶσσα. Ἄτσαλο στόμα. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀτσαλιˬάρις β) Αἰσχρός, ἄσεμνος σύνηθ.: Ἄτσαλες κουβέντες. Ἄτσαλος λόγος. Ἄτσαλα λόγια. 6) Δυσειδής, δύσμορφος Μακεδ. (Σιάτ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄσκημος 1. 7) Ὁ ἀμέτρως καταναλίσκων, πολυδάπανος, ἄσωτος Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) 8) Ἀκάθαρτος, ἐπὶ γυναικὸς κατὰ τὸν χρόνον τῆς ἐμμήνου ροῆς Κάρπ. Κύπρ Ρόδ.: Ἐν ἠμπαίν-νουν οἱ ἄτσαλες μέσα, γιˬατὶ ἔν᾿ ἄ-ημα (δηλ. εἰς τὸν κοιτῶνα τῆς λεχοῦς) Κύπρ. Γεναῖτες ἄτσαλες αὐτοθ. 9) Ὁ ἀρτίως μετὰ γυναικὸς συνουσιασθεὶς Κύπρ. 10) Ἀδύνατος, λεπτὸς Ζακ. β) Ἀμέστωτος, τρυφερός, ἐπὶ σταχύων Λεξ. Δημητρ.: Ἀστάχυˬα ἄτσαλα. γ ) Ἡ μὴ ἔχουσα κοιλίαν ἐξωγκωμένην, ἐπὶ γυναικὸς ἐγκύου Πελοπν. (Λακων.) 11) Ὁ μὴ εὑρισκόμενος ἐν καλῇ καταστάσει, ἀκατάστατος, ἄρρυθμος, ἀκανόνιστος κττ. σύνηθ.: Ἄτσαλο περπάτημα – ράψιμο – φέρσιμο κττ. Ἄτσαλα πράματα. Δουλε͜ιὲς ἄτσαλες. Ἄτσαλο σπίτι σύνηθ. Χουράφ’ ἄτσαλου (ἀκατάλληλον πρὸς ἄροσιν διὰ τοὺς πολλοὺς θάμνους κττ.) Στερελλ. (Κλών.) 12) Ἐπὶ γεννημάτων κττ. ὁ μεμιγμένος μετὰ χώματος, λίθων ἢ σκυβάλων, ἀκάθαρτος Κάρπ. Κρήτ. Λευκ Μῆλ. Μύκ Νάξ. Ρόδ. Στερελλ (Κλών) Χίος κ.ἀ. - Λεξ. Δημητρ.: Ροβίθιˬα - φασόλιˬα ἄτσαλα Λεξ. Δημητρ. Κριθάρι ἄτσαλο Κρήτ. Ἄλεσμα ἄτσαλο (τὸ πρὸς ἅλεσιν προωρισμένον γέννημα) αὐτόθ. Σ᾿τάρι ἄτσαλο Λευκ. Συνών. ἀτσαλωπός . 13) ᾿Επὶ ἐδέσματος, τὸ ἀπηγορευμένον ὑπὸ τῆς νηστείας Χίος: Ἄτσαλο φαεῖ β) Συνεκδ. ἄνοστος Θρᾴκ. (Σιρέντζ.) 14) Μεγάλος, ἰσχυρὸς Πόντ. (Σινώπ.): Ἄτσαλο φωτία (πυρὰ μὲ μεγάλας φλόγας). 15) Οὐσ. θηλ. Συμ. καὶ οὐδ. Ζάκ. Ρόδ., τὰ σκύβαλα τῶν δημητριακῶν καρπῶν: Τὸ σιτάριν ἔχει μέσα γούλην τὴν ἄτσαλ-λη Σύμ. Συνών. αἰρόσιτο (ἰδ. αἰρόσιτα), ἀπογυρίδι, ἀποδερμωνίδι, ἀποκοσκινίδι 1, ἀποκοσκίνισμα 1, ἀποσίταρο, κοσκινίδι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/