ἀτσαλόχερο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτσαλόχερο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀτσαλόχερο τό, ΚΠαλαμ Βωμ.2 76.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀτσάλι καὶ χέρι.
Σημασιολογία
Χεὶρ ἰσχυρά, στιβαρά: Ποίημ. Μὰ ἐσὺ κράτα, σφίγγε ’ς τ’ ἀτσαλόχερό σου τὴ νεράιδα σκλάβα, κοῦρσος σου καὶ βιˬός σου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA