ἀτσαλωπὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτσαλωπὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτσαλωπὸς ἐπίθ. Θήρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄτσαλη ἢ ἄτσαλο, δι᾿ ὃ ἰδ. ἄτσαλος, καὶ τῆς καταλ –ωπός.
Σημασιολογία
Ἐπὶ σιτηρῶν καὶ ὀσπρίων, ὁ μεμιγμένος μετ᾿ ἀπορριμμάτων, μετὰ σκυβαλων Συνών. ἄτσαλος 12.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA