ἀτσαλωσιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτσαλωσιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀτσαλωσιˬὰ ἡ, Κεφαλλ. Κύπρ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀτσαλώνω.
Σημασιολογία
1) Ἡ διὰ χάλυβος στόμωσις σιδηροῦ ἐργαλείου Κύπρ. κ.ἀ. Συνών. ἀτσάλωμα 1, στόμωμα. 2) Παλαιὰ ἀξίνη τῆς ὁποίας άνενεώθη διὰ χάλυβος ἡ στόμωσις Κεφαλλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA