ἀτάμπλυστα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτάμπλυστα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀτάμπλυστα ἐπίρρ. Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀτσάμπλυστος.
Σημασιολογία
Τὸ νὰ βλέπῃ τις χωρὶς νὰ κινῇ τὰ βλέφαρα, ἀτενῶς: Τερῶ ἀταμπλυστα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA