ἀτσαρούχωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτσαρούχωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀτσαρούχωτος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀτσάρ’χουτους Μακεδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ - καὶ τοῦ ἐπιθ. *τσαρουχωτὸς (τσαρουχώνω. Ὁ ἀναβιβασμὸς τοῦ τόνου εἰς τὸ ἀτσάρ᾿χουτους διὰ τὴν προσαρμογὴν αὑτοῦ πρὸς τὸν τύπ. τσαρ’χώνου.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ φορῶν ἢ ὁ μὴ ἔχων τσαρούχιˬα, ἀνυπόδητος. Συνών. ξυπόλητος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/