ἀτσαχοκέφαλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτσαχοκέφαλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀτσαχοκέφαλος ἐπίθ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κέφαλος Νάξ. (Σκαδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἄτσαχας καὶ κεφάλι.

Σημασιολογία

1) Δυνατός, ἰσχυρὸς Νάξ. (Σκαδ.) Πβ. σιδεροκέφαλος 2) Μωρός, κουφόνους, ἀσύνετος Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἀτσαχοκέφαλος εἶν’ κ’ εὐτός. ὅ,τι τοῦ κατέβῃ κάνει, μήτε κἀνενοῦς ἀκούει μήτε κἀνεὶ ἐρωτᾷ. Συνών. ἰδ. ἐν λ· ἄσωστος 5.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/