ἀποβοὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποβοὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀποβοὴ ἡ, ἀμάρτ. ἀπουβουὴ Θεσσ. (Ζαγορ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. βοή.

Σημασιολογία

1) Ἡ μακρόθεν ἐρχομένη βοή: Κἄπο͜ια ἀπουβουὴ μοῦ ’ρθι ’ς τ’ ἀφτιά μ’. 2) Ἡ βοὴ τὴν ὁποίαν αἰσθάνεταί τις μετὰ τὴν λῆψιν μεγάλης δόσεως κινίνης ἢ μετὰ βαρεῖαν ἀσθένειαν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/