ἀπόβολα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόβολα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀπόβολα ἐπίρρ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Τριφυλ. κ.ἀ.) ἀπόβολο Πελοπν. (Βούρβουρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. *ἀπόβολος.

Σημασιολογία

1) Καθ’ ὁλοκληρίαν. τελείως Πελοπν. (Βούρβουρ. Τριφυλ. κ.ἀ.): Ὁ δεῖνα ἐχάθηκε ἀπόβολα! Τριφυλ. ᾿Εγκρεμίστη τὸ σπίτι ἀπόβολα Πελοπν. 2) Μακρὰν τοῦ κέντρου, ἀπόκεντρα Πελοπν.: Τὸ χωράφι μου εἶναι ἀπόβολα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/