ἀποβολὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποβολὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀποβολὴ ἡ, κοιν. ἀπουβουλὴ βόρ. ἰδιώμ. ᾽ποβολὴ Εὔβ. (Ὄρ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀποβολή.

Σημασιολογία

1) Ἀποπομπή, ἀπομάκρυνσις συνήθως εἰς τὴν σχολικὴν γλῶσσαν ἐπὶ μαθητῶν τιμωρουμένων δι᾿ ἀποβολῆς ἐκ τοῦ σχολείου κοιν.: Τιμωρήθηκε μὲ ἀποβολὴ τρεῖς μέρες Ὅπο͜ιος καπνίσῃ θὰ τιμωρηθῇ μ’ ἀποβολή. 2) Πρόωρος τοκετός, ἔκτρωσις φυσικὴ ἢ τεχνητὴ κοιν.: Ἔκανε-Ἔπαθε ἀποβολή. Πέθανε ἀπάνω ’ς τὴν ἀποβολὴ. Ἔκαμε τρεῖς γέννες καὶ δυˬὸ ἀποβολές. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπόβαλμα 3. β) Μέτων. μικρόσωμος, νανοφυὴς καὶ εἶτα ἀνάξιος λόγου, ἀσήμαντος, ἐπὶ ἀνθρώπου Σῦρ.: Νὰ χαθῇς, ἀποβολὴ! 3) Ἴχνος διαβάσεως, οἶον περίττωμα Κρήτ. -Λεξ. Βλαστ. 343: Ὁ σκύλλος ηὗρε dὴν ἀποβολὴ τοῦ λαγοῦ Κρήτ. Ἔχασα τσ᾿ ἀποβολὲς τοῦ λαγοῦ αὐτόθ. || ᾊσμ. Κ’ ἐκεῖνος ἐλογάριˬασε τσοὶ μέρες ἅπου λείπει, τσ’ ἀποβολές μου ζύγωνεν, ἔρχεται καὶ μὲ βρίστει (ζύγωνεν=ἐδίωκε, παρηκολούθει, βρίστει=εὑρίσκει) αὐτόθ. Σὰ dὸ λαγωναρόσκυλλο τσ᾿ ἀποβολές μου βρίστει αὐτόθ. Συνών. ἀπαλλαγὴ 3. 4) Ἡ Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ τῆς κρεοφάγου ἐβδομάδος Σύμ. 5) Ἡ Διακαινίσιμος ἑβδομὰς Σύμ.: Σήμερο τρώγουν κρεάς, γιατί ’ναι-ν-ἀποβολές. 6) Αἱ μεταξὺ Χριστουγέννων καὶ Θεοφανείων ἡμέραι Σύμ. Συνών. δωδεκάημερο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/