ἀποβουλλώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποβουλλώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποβουλλώνω Κρήτ. Μύκ. Πόντ. (Τραπ.) ἀποουλ-λώνω Κάρπ. Κάσ. Μετοχ. ἀποβουλλωμένος Πελοπν. (Βούρβουρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. βουλλώνω.
Σημασιολογία
1) Ἀφαιρῶ τὴν σφραγῖδα, ἀποκαλύπτω, ἀποσφραγίζω Πόντ. (Τραπ): Ἀπεβούλλωσα τὸ γράμμαν κ’ ἐδέβασα. 2) Τελείως φράττω, πληρῶ τι, καταλαμβάνω τι ἐξ ὁλοκλήρου, ἐπὶ μέλιτος τὸ ὁποῖον ὑπερπληροῖ τὴν κυψέλην Κάρπ.: ᾎσμ. ᾿Εγιˬώ ’μαι τὀ ψηλὸ βουνὶ ἀποὺ τὸ λὲν ᾿Ορκίλλι, ἁπού ’χ’ ἔρεικες τοῦ μελιˬοῦ τοῦ ἀποουλ-λωμένου (ἔρεικες=ρείκια). 3) Ἐνεργ. καὶ μέσ. ἐπιτρέπω νὰ σχηματισθῇ ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας μου τύπος βούλλας, ὑποχωρῶ, ἐπὶ μαλακῆς ἐπιφανείας (περὶ τῆς σημ. ἰδ. καὶ JKalitsunakis Mittel-neugr. Erklr. 24) Κρήτ.: Ἐξεράθηκε dὸ ψωμὶ καὶ δὲν ἀποβουλλώνει ἥ πέτσα του (εἰς τὴν διὰ τοῦ δακτύλου ἢ ἄλλως πως ἰσχυρὰν πίεσιν δὲν ὑποχωρεῖ ἡ ἐπιφάνειά του). Τὸ ψωμὶ δὲν ἀποβουλλώνεται. 4) Μέσ. βουλλώνω τὸ στόμα μου, σιωπῶ Κάσ.: Ἄησ᾿ τ’ ἀφτιˬά σου πίσω ν’ ἀκούσῃς τί ’ὰ σοῦ λέουσι τσ᾽ ἀποουλ-λώσου (ἄησ’=ἄφησε). 5) Μεταφ. ἐξαπατῶ τινα Μύκ.: Ἀποβουλλώ’ τὸν δεῖνα τσαὶ στρέφεται (ἐπιστρέφει). Ἡ μετοχ. ἀποβουλλωμένος=περιωρισμένος, ἐγκεκλεισμένος που Πελοπν. (Βούρβουρ): Φρ. Ἀπομόναχος κιˬ ἀποβουλλωμένος νὰ εἶναι! (ἀρά)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA