ἀποβούρτσιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποβούρτσιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποβούρτσιν τό, Πόντ. (Κερασ.) ἀποβούρτσ’ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. βουρτσίν, δι’ ὃ ἰδ. βουρτσί.
Σημασιολογία
Ποσότης καννάβεως προσκολλωμένη κατὰ τὸ λανάρισμα εἰς τὴν βούρτσαν καὶ ἡ ὁποία λαναριζομένη ἐκ νέου δίδει κατωτέρας ποιότητος κάνναβιν, τὸ στυππεῖον. Συνών. ἀποκάθαρο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA