ἀποβουρῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποβουρῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποβουρῶ ἀμάρτ. ’ποβουρῶ Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. βουρῶ.
Σημασιολογία
1) Τρέχω: ’Ποβούρα ’ποτεῖ χαμαὶ γιˬὰ νὰ σὲ δῇ νὰ φύῃ || ᾎσμ. Ὁ Γεˬωρκῆς ’ποβούρησεν τὴν κόρην νᾶ γλυτώσῃ. 2) Μεταβάλλω πορείαν, λοξοδρομῶ: Ἐποβούρησεν γιˬὰ νὰ πάῃ σπίτιν του.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA