ἀπόβρασι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόβρασι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπόβρασι ἡ, ἀμάρτ. ἀπόβρασ’ Ἤπ. (Χουλιαρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀποβράζω.

Σημασιολογία

Ἡ τελευταία βράσις ἢ τὸ τέλος τοῦ βρασμοῦ: Ἔβρασι τοὺ φαεῖ; -Νὰ τώρα ’ς τήν ἀπόβοασ’ εἶνι. Συνών. ἀπόβρασμα Α 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/