ἀπόβρασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόβρασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπόβρασμα τό, Ἤπ. (Χουλιαρ. κ.ἀ.) ἀπόβρασμαν Πόντ. (Σάντ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀπόβρασμα.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ἀπόβρασι, ὃ ἰδ., Ἤπ. (Χουλιαρ.) Πόντ.(Σάντ.): ’Σ τ’ ἀπόβρασμα εἶνι τοὺ φαεῖ Χουλιαρ. 2) Τὸ ὑπόλειμμα τοῦ βρασμοῦ Ἤπ.: Χῦσ’ το τὸ ἀπόβρασμα. Β) Μετων. 1) Ἀδύνατος καὶ καχεκτικός, ἐπὶ παιδίου Ἤπ. Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ.: Αὐτὸ τὸ παιδὶ εἶναι ἀπόβρασμα. 2) Κακός, ἀνήθικος κοιν.: Ἀπόβρασμα τῆς κοινωνίας (ἐπὶ ἀνθρώπου ἐξωλεστάτου).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/