ἀπόβρεγμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόβρεγμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπόβρεγμα τό, Λεξ. Περίδ. ἀπόβρεμα Ἄνδρ. Κρήτ Νάξ. (Φιλότ.) ἀπόβραγμαν Πόντ. (Κερασ.) ἀποβράμα Καλαβρ. (Μπόβ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀπόβρεγμα.
Σημασιολογία
1) Ἡ πλύσις, τὸ περίχυμα δι᾿ ἀλισσίβας Ἄνδρ. Καλαβρ. (Μπόβ.) -Λεξ. Περίδ. 2) Ἡ πλύσις τῶν ρούχων πρὸ τοῦ μπουγαδιˬάσματος Νάξ. (Φιλότ.): Πάω νὰ πλύνω τ᾽ ἀπόβρεμα. 3) Βραχὲν πρᾶγμα, οἶον σῖτος Πόντ. (Κερασ.) 4) Τὸ περισσεῦσαν βρεγμένον παξιμάδι Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA