ἀποβρέχω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποβρέχω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποβρέχω Ἄνδρ. Ἤπ. Θήρ. Κρήτ. Μύκ. Πελοπν. (Λακων. Μεσσ.) -Λεξ. Περιδ Αἰν. Μριγκ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἀποβρέχω.

Σημασιολογία

1) Διαβρέχω, καταβρέχω Ἄνδρ. Θήρ. -Λεξ. Περίδ. Μπριγκ.: Ἀποβρέχω τὰ ροῦχα Ἄνδρ. || ᾎσμ. Νά, πεdικέ, τὸ dόdι μου καί δῶσ’ μου σιδερένιˬο νὰ ρουκανίζω τὸ ψωμὶ καὶ σὺ τ᾿ ἀποβρεμένο (ἐπῳδ.) Θήρ. Συνών. βρέχω, μουσκεύω. 2) Τελειώνω τὸ διάβρεγμα πράγματός τινος, παύω νὰ βρέχω τι Πελοπν. (Λακων.) -Λεξ. Αἰν.: Ἀποβρέχω τὰ ροῦχα Λακων. 3) Ἀμτβ. κατὰ γ’ πρόσωπ., παύει νὰ βρέχῃ, σταματᾷ ἡ βροχὴ Ἤπ. Θήρ. Κρήτ. Μύκ. Πελοπν. (Λακων. Μεσσ.) Χίος -Λεξ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ.: Ἑπτὰ θὰ κάτσω, ὥστε ν’ ἀποβρέξῃ Κρήτ. Τὸν ἤπιˬασε βροχὴ τσαὶ πάει ’ς ἕναν ἀπότοιχο τσαὶ στέτσεται ὥς ν’ ἀποβρέξῃ Μύκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/