ἀπόβροχος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόβροχος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπόβροχος ἐπίθ. Πελοπν (Λακων.) Στερελλ. (Ἄμφ.)-ΓΣτρατήγ. Ἡρῷα 58 -Λεξ. Βλαστ. 362 ἀπόβρεχος Στερελλ. (Ἄμφ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. βροχή. Τὸ ἀπόβρεχος κατ'ἑπίδρασιν τοῦ βρέχω.
Σημασιολογία
Ὑγρὸς ἐκ πεσούσης βροχῆς ἕνθ’ ἀν: Τ’ ἀμπέλια εἶν᾿ ἀπὀβρεχα, δὲ σκάβονται Ἄμφ. || Ποιημ. Τὸ βλέμμα μου σηκώνω ’ς τὸν πατέρα μου καὶ ’ς τοῦ ματιˬοῦ του ξάνοιξα τὴν ἄκρη, σὰν οὐρανὸ χειμερινὸ κιˬ ἀπόβροχο νὰ τρεμολάμπῃ κἄπο͜ιο κρύφιˬο δάκρυ ΓΣτρατήγ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA