ἀποβυζαίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποβυζαίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποβυζαίνω Κρήτ. ἀποβυζάνω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Μάν.) Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. βυζαίνω, παρ’ ὃ καὶ βυζάνω.

Σημασιολογία

Τελειώσας τὸν θηλασμὸν παύω νὰ θηλάζω τινὰ Κρήτ. Νάξ. ( Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Μάν.): Μωρή, μ’ άκόμα δὲ d’. ἀποβύζασες τὸ παιδί σου ; Ἀπύρανθ. Τὸ ἀποβύζαξε τὸ παιδί της Μάν. Νὰ τ’ ἀποβυζάξῃς τὸ φηλυκό σου αὐτόθ. Συνων ἀποκόβω, κόβω. Καὶ ἀμτβ. παύω νὰ θηλάζω Κρήτ. Νάξ. ( Ἀπύρανθ.): ᾿Εβύζανά τηνε κ᾿ ἦρθε gἀνεὶς κ᾿ ἐσηκώθηκ’ ἀπάνω καὶ δὲν ἐποβύζασε dὸ κακόμοιρο Ἀπύρανθ. Πρίχου ν’ ἀποβυζάξῃ καλὰ καλὰ ἐπῆρε dο ὁ ὕπνος Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/