ἀποβυζοκοκ-κόρριφα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποβυζοκοκ-κόρριφα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποβυζοκοκ-κόρριφα τά, ἀμάρτ. ’ποβυζοκοκ-κόρριφα Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀποβύζιˬα, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀποβύζι, καὶ κοκ-κορρίφιˬα, δι’ ὃ ἰδ. κοκ-κορρίφι.

Σημασιολογία

Ἀπογαλακτισθέντα ἀρνία καὶ ἐρίφια ἀναμίξ. Πβ. ἀποβύζι 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/