ἀπογαγγλάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπογαγγλάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπογαγγλάζω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. γαγγλάζω.

Σημασιολογία

1) Παθαίνω ἐξάρθρωσιν ἔνθ’ ἀν.: Ἐπεγάγγλαξεν τὸ ποδάρι μ’ Τραπ. Μὴ πορπατῇς ἀστόχαστα καὶ θ’ ἀπογαγγλάζ’ τὸ ποδάρι σ’ αὐτόθ. Συνών. ἀπογαγγλιˬάζω, στραμπουλίζομαι (ἰδ. στραμπουλίζω). 2) Ἐκβάλλω γοερὰς κραυγὰς τυπτόμενος, ἐπὶ κυνὸς Πόντ. (Καλὰ): Ὁ κύλλον ἐπεγάγγλαξεν, γιὰ τέρ’ ποῖος ἐντῶκεν ἀτον (κοίταξε ποῖος τὸν ἐκτύπησε).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/