ἀπογαλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπογαλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπογαλίζω Κρήτ. Κύθν. Πόντ. (Σάντ.) Σίφν. Σύμ. ᾿πογαλίζω Κρήτ. Σίφν. ’Αόρ ἐπόγαλεν Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. γάλα.

Σημασιολογία

1) Ἀπογαλαχτίζω 3, ὃ ἱδ., Κρήτ. Κύθν. Κύπρ. Σίφν.: Ἀπογαλίσανε τὰ ὀζὰ Κρήτ. Τώρα ἠπογάλισεν ἡ κατσίκα Σίφν. ᾿Εν-νὰ ’πογάλῃ ἡ αἶγιˬα Κύπρ. 2) Ἀφαιρῶ τὸ ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ γάλακτος λιπῶδες στρῶμα, τὸ ἀνθόγαλα Πόντ. (Σάντ.) 3) Ἀφαιρῶ τὸ ἐκλεκτότερον μέρος ἑνὸς πράγματος, οἷον τὰ καλύτερα πράγματα οἰκίας, τὰ καλύτερα ξύλα δάσους κττ. Πόντ. (Σάντ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/