ἀπογαλώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογαλώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπογαλώνω ἀμάρτ. ’πογαλώνω Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. γάλα.
Σημασιολογία
Παύω νὰ ἀμέλγω: ᾿Εγὼ ἐπογάλωσα ἔει ἕνα μῆνα. Τὰ χτηνά μου ἔν’ ’πογαλωμένα τόσον καιρόν. Πβ. ἀπογαλεύω 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA