ἀπογαμίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογαμίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπογαμίδι τό, Πελοπν. (Κάμπος Λάκων.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπό, τοῦ ρ. γαμῶ καὶ τῆς παραγωγικῆς κατάλ. -ίδι.
Σημασιολογία
1) Τὸ τελευταῖον τέκνον τῆς οἰκογενείας. Συνων. ἰδ. ἐν λ. ἀποβυζαστάρι. 2) Κατὰ πληθ., οἱονεὶ τὰ ὑπολείμματα τῆς συνουσίας: Φρ. Παίρνει τ’ ἀπογαμίδιˬα τοῦ δεῖνα (λαμβάνει ὡς σύζυγον γυναῖκα, τὴν ὁποίαν ἄλλος εἶχε πρότερον ἐρωμένην).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA