ἀπογανάχτεμαν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογανάχτεμαν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπογανάχτεμαν τό, Πόντ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀπογαναχτῶ.
Σημασιολογία
Ἀνάπαυσις. Συνών. ἀναπαὴ 1, ἀνάπαμα, ἀναπαμὸς 1, ἀνάπαψι 1, ξαπόσταμα,͵ ξεκούρασι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA