ἀπογδέρνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογδέρνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπογδέρνω Κρήτ. Πελοπν. (Μάν.) Χίος -Λεξ. Αἰν. ἀπουγδέρνου Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. γδέρνω.
Σημασιολογία
Ἐκδέρω μέχρι τέλους τι., τελειώνω τὴν ἐκδορὰν ἔνθ’ ἀν.: Δὲν ἐbρόκαμενε ν’ ἀπογδάρῃ τὸ ρίφι Κρήτ. Σὲ μιˬὰ στιμούλλα θὰ τ᾿ ἀπογδάρω Μάν. Ἀπόγδαρα τ’ γίδα Αἰτωλ. || ᾎσμ. Κιˬ ὅdε τὸν ἀπογδέρνασι ἔτριξ’ ἠ μιˬά dου χέρα Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA