ἀπογδύμι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογδύμι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπογδύμι τό, Ἄνδρ. Κρήτ. Πάρ. Πελοπν. (Λακων. Μάν. Τριφυλ.) Ρόδ. (Κάστελλ.) -Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀπογδύμ’ Πάρ. (Λεῦκ) ’πογδύμι Ρόδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀπόγδυμα.
Σημασιολογία
1) Ἀπόγδυμα , ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ἔβγαλα τ’ ἀπογδύμιˬα μ’ νὰ πά νὰ τὸ πλύνω Λακων. 2) Μετων. ἄνθρωπος εὐτελής, ἐλεεινὸς Ρόδ.: Πρέ ’πογdύμι!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA