ἀπογδύνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογδύνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπογδύνω Κρήτ. Χίος -Λεξ. Βάιγ. Αἰν. Μπριγκ. ἀπουγδύνου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) Μέσ. ἀπογδύνομαι Κύθηρ. Μῆλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. γδύνω. Ἡ μετοχ. ἀπογδυμένος καὶ παρὰ Βλαχ Πβ. καὶ μεταγν. ἀπεκδύομαι.
Σημασιολογία
1) ᾿Εκδύω τελείως, άπογυμνώνω Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) Κρήτ. Χίος -Λεξ. Βάιγ. Αἰν. Μπριγκ.: Ἐπλάγιασες; -Ὄχι, γιατὶ δὲν ἐπογδύθηκα ἀκόμη. Συνών. ξεγδύνω. 2) Μέσ. ἀποχωρῶ, ἀποσύρομαι Κύθηρ. Μῆλ.: Ἀπογδύνομαι ἀπ’ αὐτὴ τὴ δουλε͜ιὰ ἀπὸ σήμερα Κύθηρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA