ἀπογεματίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπογεματίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπογεματίζω (Ι) Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀπογιοματίζω Κέρκ. -Λεξ. Αἰν. Πρω.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. γεματίζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

Ἀποτελειώνω τὸ γεῦμα ἔνθ’ ἀν.: Ἀκόμα δὲν ἀπογιˬομάτισα Κέρκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/