ἀπογεμίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπογεμίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπογεμίζω Ἄνδρ. Κύθηρ. Σῦρ.-ΓΨυχάρ. ’Σ τὸν ἥσκιο 147 -Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. Μπριγκ. Μ.’Εγκυκλ. ᾿Ελευθερουδ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀπογεμίζου Θεσσ. (Ζαγορ.) Μακεδ. ἀπογιˬομίζω Πελοπν. (Αἴγ. Λακων. Μάν.) -Λεξ. Πρω. Δημητρ. ’πογιˬομίζω Παξ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἀπογεμιζομαι=ξεφορτώνομαι. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Ἀφαιρῶ τὴν γόμωσιν, ἐπὶ ὅπλου Κύθηρ.: Ἀπογεμίζω τὸ dουφέκι. 2) Πληρῶ τι τελείως, ἀποπληρῶ Ἄνδρ. Θεσσ. (Ζαγορ.) Μακεδ. Παξ. Πελοπν. (Αἴγ. Λακων. Μάν.) Σῦρ.-ΓΨυχάρ. ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Περιδ. Αἰν. Βυζ. Μπριγκ. Μ. ᾽Εγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.: Ἀπογέμισε τὸ κουμάρι Σῦρ. Ἀπογέμισ’ τὸ ρωί λάδι Ἄνδρ. Ἀπογιˬομίζω τὴ βαρέλλα Μάν. Τώρᾳ ὅμως ἀπέραντη, οὐράνιˬα χαρὰ τοῦ ἀπογέμιζε τὴν καρδιˬά του Γψυχάρ. ἔνθ’ ἀν. Καὶ ἀμτβ. πληροῦμαι τελείως Λεξ. Πρω.: Ἀπογεμίσανε πεˬὰ ὅλες οἱ ἀποθῆκες. Συνών. ἀπογεμώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/