ἀπογερνῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπογερνῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπογερνῶ Χίος -ΙΚονδυλάκ. Πρώτη ἀγάπ.104-Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Πρω. Δημητρ. ἀπουγιρνάου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Σκόπ. ἀπογεράζω Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀπουγιράζου Ἤπ. (Ζαγόρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς πρόθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. γερνῶ, παρ’ ὁ καὶ γεράζω.

Σημασιολογία

Γηράσκω τελείως ἔνθ’ ἀν.: ’Επογέρασες πεˬά, καψούλλη! Χίος Σὲ λίγες ὧρες ἀπογέρασε ἀπὸ τὴν ψυχική ἀγωνία ΙΚονδυλάκ. ἔνθ’ ἀν. Πβ. ἀπογίνομαι 2Β.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/