ἀπογεφυριˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογεφυριˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπογεφυριˬάζω, ἀπογεφυρζω Πόντ. (Σάντ.) Μέσ. ἀπογεφυργομαι Πόντ. (Κοτύωρ.) ἀπογεφυρομαι Πόντ. (Κοτύωρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἀμαρτ. ρ. *γεφυριˬάζω.
Σημασιολογία
Ἀφαιρῶ ἐκ τῆς θέσεώς της τὴν γέφυραν μυλόπετρας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA