ἀπογιλιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπογιλιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπογιλιˬάζω ἀμάρτ. ’ποϊλιˬάζω Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) ’πουϊλιˬάζου Εὔβ. (Στρόπον.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀπογίλα.

Σημασιολογία

Κρυώνω ἐκ τοῦ πρωινοῦ διαπεραστικοῦ ψύχους ἕνθ’ ἀν.: Μάζουξι τὰ πιδιˬά, ’πουΐλιˬασαν Στρόπον. Πβ. ξεπαγιˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/