ἀπόγκρεμος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόγκρεμος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπόγκρεμος ἐπίθ. πολλαχ. ἀπόγκρεμνος Κρήτ. Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἀπόκρημνος.

Σημασιολογία

1) Κρημνώδης, ἀπόκρημνος πολλαχ.: Ξακολουθοῦμε τὸν ἀδιˬάβατο κιˬ ἀπόκρεμνο δρόμο Κρήτ. Ψηλοθώρητο βουνό, ἴσο σὰ μαχαίρι κιˬ ἀπόγκρεμο Μποὲμ Ντόπ. ζωγραφ. 25 2) Μεταφ. ἀπροστάτευτος, δυστυχὴς (οἱονεὶ ὁ κατὰ κρημνῶν φερόμενος), ἐπὶ ὀρφανῶν καὶ χηρῶν Πελοπν. (Μάν.): Εἶναι κιˬ αὐτὴ ἡ καηˬμένη μιˬὰ ἀπόγκρεμνη γυναῖκα. 3) Ὡς οὐσ., τόπος κρημνώδης, κακοτοπιὰ Πελοπν. (Λακων.) -Λεξ. Δημητρ.: ᾿Εδῶ εἴναι ἀπόγκρεμος Λακων. Συνών. γκρεμός

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/