ἀπογλύομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογλύομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπογλύομαι ἀμάρτ. ἀποχλυόμαι Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. γλύομαι (ἰδ. γλύω).
Σημασιολογία
Παύομαι τοῦ νὰ τρέχω, νὰ πηδῶ, νὰ παίζω, νὰ διασκεδάζω, συνήθως ἐπὶ παιδίων: Ἐποχλύστης πεˬά, ἐποφάσισες κ’ ἦρθες.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA