ἀπογλυσμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογλυσμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀπογλυσμὸς ὁ, ἀμάρτ. ἀποχλυσμὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀπογλύομαι.
Σημασιολογία
Τὸ νὰ παύῃ κἀνεὶς νὰ τρέχῃ, νὰ πηδᾷ, νὰ παίζῃ, νὰ διασκεδάζῃ, συνήθως ἐπὶ παιδίων: Χλυˬέται τὸ καμένο, μὰ ’ς τὸν ἀποχλυσμὸ ἔρχεται καὶ πάει καὶ ’ς τὸ νερό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA