γυρεψούλης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυρεψούλης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γυρεψούλης ἐπίθ. Ἰθάκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Γορτυν.) - Ν. Πολιτ., Παροιμ., 4.264. Θηλ. γυρεψούλω Κεφαλλ. Οὐδ. γυρεψούλικο Κεφαλλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. τοῦ ἀορ. τοῦ ρ. γυρεύω καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –ούλης.
Σημασιολογία
Ὁ διαρκῶς ζητῶν, ὁ αἰτητικὸς ἔνθ᾿ ἀν.: Ξέρεις τί γυρεψούλης εἶν᾿ εὐκε͜ιός; Νὰ μὴ gαταλάβῃ πὼς ἔχεις κἄτι ᾿ς τὸ σπίτι σου! Κεφαλλ. Κ᾿ ἡ γυναῖκα του ἔτσ᾿ εἶναι κ᾿ ἐκείνη, γυρεψούλω ἀυτόθ. Γυρεψούλικο παιδὶ, ὅ,τι ᾿δῇ τὸ γυρεύει αὐτόθ. Πρόσεξέ τονε, γιˬατὶ εἶναι γυρεψούλης, μὴ λάχῃ καὶ σοῦ ζητήσῃ δανεικὰ Ἰθάκ. || Γνωμ. Τὴ φιλιˬὰ τοῦ γυρεψούλη | χάρισέ του την, νὰ φύγῃ (ὁ δεχόμενος δῶρα ἀπὸ αἰτητικὸν ἐνοχλεῖται διαρκῶς παρ᾿ αὐτοῦ δι᾿ ἀνταπόδοσιν) Ν. Πολίτ., Παροιμ., 4. 264 Τὴ φιλιˬὰ τοῦ γυρεψούλη | μὴν τὴ πεθυμᾷς ποτὲ σου (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Πελοπν. (Γορτυν.) Ἂ θὲς νὰ dὸν ξεφορτωθῇς τὸ γυρεψούλη, μήτε καὶ τσὶ φλοῦδες ἀπ᾿ τ᾿ ἀgούριˬα ποὺ πετᾷς νὰ μὴ dοῦ δώσῃς (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Κεφαλλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA