ἀπόγνωμος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόγνωμος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπόγνωμος ἐπίθ. ἀμάρτ ἀπόγνουμους Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. γνώμη.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων χαμένην τὴν γνῶσιν, τὸν νοῦν, τρελλός, ἀνόητος, μωρός: Μ’ ἀπόγνουμου ἄνθρουπου δὲν κ’ βιντιˬάζου. Μὴν εἶσαι ἔτσ’ ἀπόγνουμ’. Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἑν λ. ἄγνωμος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA